- λίνγκουλα
- και λινγκούλη, η1. ζωολ. είδος βραχιονοπόδων2. (παλαιοντ.) γένος και ομάδα απολιθωμένων άναρθρων βραχιονοπόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lingula < νεολατ. lingula < λατ. lingula (< lingua «γλώσσα» + -ula)].
Dictionary of Greek. 2013.